- υποκελεύω
- ὑποκελεύω ΝΑ [κελεύω]νεοελλ.ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα τού αξιωματικού τής φυλακήςαρχ.επιτελώ το έργο τού κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκελεῦσαι — ὑποκελεύω do the duty of a boatswain aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
υποκέλευσμα — εύσματος, τὸ, Α [υποκελευω] ναυτική ωδή σύμφωνα με τον ρυθμό τής οποίας κωπηλατούσαν οι ερέτες … Dictionary of Greek